- αμισθοδότητος
- -η, -οαυτός που δεν πήρε το μισθό του: Το προσωπικό του εργοστασίου ήταν για μήνες αμισθοδότητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμισθοδότητος — η, ο [μισθοδοτώ] αυτός που δεν μισθοδοτείται ή δεν μισθοδοτήθηκε, ο άμισθος … Dictionary of Greek